μεζεδάκι

μεζεδάκι
το
(λ. τουρκ.), μικρός μεζές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεζεδάκι — το 1. μικρός πρόχειρος μεζές 2. στον πληθ. τα μεζεδάκια εντόσθια αρνιού μαγειρεμένα ή τηγανιτά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”